τευχηστηρ

τευχηστηρ
    τευχηστήρ
    -ῆρος adj. m вооруженный
    

(ἄνδρες Aesch.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "τευχηστηρ" в других словарях:

  • τευχηστήρ — ῆρος, ὁ, Α οπλίτης, πολεμιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού τευχηστής με επίθημα τήρ* (πρβλ. ἀσπιστής: ἀσπιστήρ)] …   Dictionary of Greek

  • τευχησταί — τευχηστήρ armed man masc nom/voc pl τευχηστής armed man masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τευχηστῇσι — τευχηστήρ armed man masc dat pl (epic ionic) τευχηστής armed man masc dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τευχηστήν — τευχηστήρ armed man masc acc sg (attic epic ionic) τευχηστής armed man masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τευχηστήρων — τευχηστήρ armed man masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τευχηστής — τευχηστήρ armed man masc nom sg τευχηστής armed man masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τευχηστάς — τευχηστά̱ς , τευχηστήρ armed man masc acc pl τευχηστά̱ς , τευχηστήρ armed man masc nom sg (epic doric aeolic) τευχηστά̱ς , τευχηστής armed man masc acc pl τευχηστά̱ς , τευχηστής armed man masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τευχήτωρ — ορος, ὁ, Μ τευχηστήρ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τεῦχος (για το η τού τ. πρβλ. τεύχημα) + επίθημα τωρ (πρβλ. μυνή τωρ)] …   Dictionary of Greek

  • τευχηστής — ὁ, Α τευχηστήρ* («χρυσήλατον γὰρ ἄνδρα τευχηστὴν ἐδεῑν ἄγει γυνή τις», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τευχεσ τού τεῦχος + επίθημα τής*, κατά τα ὀρχηστής, ὠμηστής] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»